- 'θέλουσι
- ἐθέλουσι , ἐθέλωto be willingpres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)ἐθέλουσι , ἐθέλωto be willingpres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θέλουσι — ἐθέλω to be willing pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐθέλω to be willing pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέλουσ' — θέλουσα , ἐθέλω to be willing pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) θέλουσι , ἐθέλω to be willing pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) θέλουσι , ἐθέλω to be willing pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
είντα — και είντας (Μ εἶντα) 1. τί («δεν ξεύρω είντα θέλουσι», «λογιάσετε είντα ναι η δύναμίς μου») 2. πόσο μεγάλο, τί λογής («είντα κανίσκιν άσκημο μ έχεις κανισκεμένη») 3. πόσο, τί λογής («είντα κακή ξημέρωσε τούτη για μένα η μέρα») 4. γιατί, για ποιό… … Dictionary of Greek
συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ … Dictionary of Greek
υπέρθηλυς — υ / ὑπέρθηλυς, υ, ΝΑ νεοελλ. βιολ. ο υπερθηλυκός αρχ. (για το ένα από τα τρία πρόσωπα τής Αγίας Τριάδας, το Πατήρ) αυτός που υπερβαίνει το θηλυκό γένος («καὶ ὑπεράρρεν καὶ ὑπέρθηλυ εἶναι θέλουσι», Ειρην.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + θῆλυς «θηλυκός»] … Dictionary of Greek